Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Τέχνη : Ραντεβού με την Ιστορία, μέρος 2ον . Παρουσίαση βιβλίου.

Φωτογραφία του χρήστη Fotis Sarantopoulos. 




















Για μια ακόμα φορά ο Ιστορικός μυθιστορηματικός  συγγραφέας και χημικός Φώτης Σαραντόπουλος , μας ταξιδεύει στην Ελληνική Ιστορία μέσα από πραγματικές διηγήσεις και περιστατικά που τόσο καλά μπορεί να χρησιμοποιηθούν και ως διδάγματα για την δική μας καθημερινότητα.



 Αυτή την Κυριακή 13 Οκτωβρίου του 2013,  στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής (Σταδίου 13, Πλατεία Κολοκοτρώνη) θα γίνει η Παρουσίαση του νέου βιβλίου του , "Εμπρός δια της λόγχης 2ος Βαλκανικός Πόλεμος (Μέρος Α')"

Ομιλητές (κατ' αλφαβητική σειρά) θα είναι , οι ,
Βερυβάκης Ιωάννης Στρατηγός ε.α., επίτιμος Αρχηγός ΓΕΕΘΑ
Γεννηματάς Παναγιώτης Συγγραφέας, Αντιπρόεδρος ε.τ. Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων
Ιωαννίδου Εμίλιο Κρίστυ Συγγραφέας, Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας, μέλος ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.
Σκυλακάκης Θεόδωρος Ευρωβουλευτής, Πρόεδρος "ΔΡΑΣΗ"
Τσακίρης Γεώργιος Ταξίαρχος (ΤΘ) ε.α., Οικονομολόγος



Συντονιστής ο Συγγραφέας και Δημοσιογράφος Σακελλαρόπουλος Νίκος.
 
 Διαβάστε ένα μικρό απόσπασμα από την ιστορία τούτου του τόπου.... όπως την περιγράφει στο νέο του βιβλίο ο  Φώτης Σαραντόπουλος.







Συμπαθάτε με που βάζω όλο κομμάτια από το πρώτο βιβλίο, είναι οι μέρες βλέπετε (πριν 101 χρόνια, τέτοιες μέρες γινόταν ο 1ος Βαλκανικός Πόλεμος. Ο 2ος ξεκίνησε μέσα Ιουνίου).
Αλλά, πριν κάνετε παράπονα, σας παραθέτω ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο:

17/18 Ιουνίου 1913: Εκκαθάριση Θεσσαλονίκης, 2η Μεραρχία
(Διήγηση του Λεωνίδα )

Μετά την παράδοση των Τούρκων, μείναμε ως τις 6 Μαρτίου στα Γιάννινα και μετά γυρίσαμε στην Πρέβεζα, περνώντας καλά, παρά τα συνεχή γυμνάσια.  Πήραμε νέο ιματισμό και στις 27 αναχωρήσαμε με πλοίο για τη Θεσσαλονίκη. Αν θυμάμαι καλά, το πλοίο λεγόταν «Ελπίς». Φτάνοντας στον Ισθμό, καθώς το πλοίο ρυμουλκήθηκε από τη μία στην άλλη πλευρά, είχαν συρρεύσει και απ’ τις δυο πλευρές της διώρυγας πολλοί ντόπιοι, ιδίως γυναίκες, προσπαθώντας να διακρίνουν ανάμεσά μας τυχόν γνωστούς τους και άπλωναν τα χέρια να μας αγκαλιάσουν από μακριά. Πολλές γυναίκες, κυρίως μανάδες, πέφτανε λιπόθυμες από τη συγκίνηση, ενώ άλλοι πετούσαν πορτοκάλια και δέματα στο πλοίο. Αργότερα, όταν το πλοίο πλησίασε στο Σαρωνικό, αρχίσαμε να φωνάζουμε «Αριστερά Καπετάνιε!», να κατευθυνθεί δηλαδή προς Πειραιά. Όμως το πλοίο συνέχισε κανονικά την πορεία του. Φτάσαμε στην Χαλκίδα, και εκεί μείναμε 4 μέρες μέσα στο πλοίο. Τελικά, στις 5 Απριλίου φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, όπου μάθαμε για το φοβερό δυστύχημα του Αργυρόπουλου , που ήταν ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος και ο πρώτος που πέταξε στην Ελλάδα με δικό του αεροπλάνο. Η μοίρα το θέλησε να είναι και ο πρώτος νεκρός της Στρατιωτικής μας Αεροπορίας. 

Μείναμε στη Θεσσαλονίκη ως τις 9 του μήνα και μετά αναχωρήσαμε για το Ασβεστοχώρι, 2 ώρες έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου κάναμε και Πάσχα, με 12 αμνούς ψητούς και κρασιά, μπύρα και φρούτα. Οι μέρες στο Ασβεστοχώρι περνούσαν συνήθως με γυμνάσια το πρωί και μετά ελεύθερο το απόγευμα, που συνήθως το ξοδεύαμε περπατώντας πάνω κάτω ή πίνοντας καφέ στα καφενεδάκια της οδού Θεσσαλονίκης, του μοναδικού και γεμάτου σκόνη δρόμου του Ασβεστοχωρίου, που είχε κάποια κίνηση. Η σκόνη πάντως δεν πρέπει να ενοχλούσε και πολύ τους ντόπιους, αν σκεφτείτε ότι οι καφετζήδες κατέβηκαν σε απεργία, όταν η Αστυνομία προσπάθησε να τους υποχρεώσει να καταβρέχουν το δρόμο μπροστά στα μαγαζιά τους! Τα έμαθαν γρήγορα τα συνταγματικά δικαιώματα που είχαν στο Ελληνικό κράτος οι καφετζήδες … Πάντως περνούσαμε ωραία, και πότε πότε ψήναμε και τους οβελίες μας κάτω από τα δεντράκια του Άη Λια. Και, θα πω και κάτι που δεν το ξέρει η κυρά μου: Οι κυρίες στο Ασβεστοχώρι ήταν πολύ ωραίες. Όχι τόσο οι ντόπιες, όσο οι Σαλονικιές, που ερχόντουσαν για βόλτα ή και για παραθερισμό. Όταν πάλι βαριόμασταν να βλέπουμε συνέχεια τα ίδια πρόσωπα, παίρναμε ημερήσιες άδειες και κατεβαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Και ξεχνούσαμε να γυρίσουμε, καταφεύγοντας στα Νοσοκομεία. Καλά περάσαμε στο Ασβεστοχώρι …

 

Οι συμπλοκές με τους Βούλγαρους στο Παγγαίο δημιουργούσαν ανησυχίες, αφού όλοι καταλαβαίναμε ότι επίκειται και νέος πόλεμος. Το βλέπαμε και στα μάτια των Βουλγάρων, όταν κατεβαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν φορές που ήταν προκλητικοί, και άλλες φορές πάλι έβλεπες ότι νοιώθανε κυκλωμένοι και ανασφαλείς. Γενικά, στη Θεσσαλονίκη υπήρχε έντονη αίσθηση ότι ο πόλεμος δεν θα αργήσει. Οι Τούρκοι της πόλης ήταν πολύ φιλικοί απέναντί μας. Πολλοί μάλιστα ζήτησαν να καταταγούν στο Στρατό μας σαν εθελοντές, τόσο πολύ μισούσαν τους Βουλγάρους. Οι Εβραίοι αντίθετα, ακολουθούσαν τη γνωστή τακτική τους, να μην εκδηλώνονται περιμένοντας να δουν σε ποια πλευρά θα γύρει η πλάστιγγα. Εκείνες τις ημέρες ενσωματώθηκε στις Μεραρχίες και η κλάση 1912, καλύπτοντας τα κενά.
Το πρωί της Δευτέρας 17 Ιουνίου, ο Αξιωματικός που ήταν υπεύθυνος στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Κωνσταντινούπολης , τηλεφώνησε στον Αρχηγό του Επιτελείου Συνταγματάρχη Δούσμανη, αναφέροντας ότι παρουσιάστηκε ο Στρατηγός Χεσαψήεφ με τη συνοδεία του και ζητούσε να προετοιμαστεί ένα τραίνο για να αποχωρήσει. Ο Δούσμανης διέταξε να επιτραπεί η αναχώρηση του Στρατηγού, που καλυπτόταν από διπλωματική ιδιότητα, αλλά χωρίς τη συνοδεία του! Και στη συνέχεια επικοινώνησε με τον Αρχιστράτηγο Βασιλιά που ήταν στην Αθήνα, εισηγούμενος την άμεση εκδίωξη των Βουλγάρων από την Θεσσαλονίκη, ενώ ταυτόχρονα ειδοποίησε τον Σέρβο Σύνδεσμο του Επιτελείου, τον Έλληνα Σύνδεσμο στο Σερβικό Επιτελείο, αλλά και το Μέραρχό μας τον Υποστράτηγο Κ. Καλλάρη, που με βάση το σχέδιο ήταν ο υπεύθυνος για την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης. Το ίδιο απόγευμα, ειδοποιηθήκαμε ότι κόβονται οι άδειες και ότι το Σύνταγμα θα έπρεπε να ετοιμαστεί άμεσα για αναχώρηση.

Στην Αθήνα, ο Βενιζέλος που ήταν και Υπουργός Στρατιωτικών και ιεραρχικά ήταν ανώτερος του Αρχιστράτηγου, δίσταζε να αποδεχθεί την εισήγηση του Δούσμανη, και με τηλεγραφήματα συνιστούσε να προσκληθεί ο Βούλγαρος να αποχωρήσει ομαλά από τη Θεσσαλονίκη με τη φρουρά του. Τελικά, φαίνεται ότι η επιμονή του Δούσμανη, αλλά και οι συμβουλές του Κωνσταντίνου προς τον Βενιζέλο καρποφόρησαν.

Μετά από αυτό, ο Μέραρχός μας, ο Καλλάρης κάλεσε τους Βουλγάρους να παραδώσουν τα όπλα και να αποχωρήσουν . Το τελεσίγραφο δόθηκε στις 4.30 μμ, και η προθεσμία έληγε στις 5.30 μμ. Ο Βούλγαρος Διοικητής ζήτησε πεντάωρη προθεσμία για να λάβει οδηγίες από την Κυβέρνησή του, αλλά το αίτημά του δεν έγινε δεκτό. Για να μη γίνουν καταστροφές στην πόλη, αλλά και επειδή επενέβη και ο Γάλλος Πρόξενος, ανησυχών τάχα για την ζωή των Γάλλων υπηκόων, δόθηκαν δύο ακόμη προθεσμίες, και ύστερα διατάχθηκε γενική επίθεση σε όλα τα σημεία που κατείχαν οι Βούλγαροι. Το πυρ άρχισε ακριβώς στις 6.55 μμ και σταμάτησε μετά από 12 ώρες ακριβώς, στις 6.55 το επόμενο πρωί. Ρίχτηκαν πάνω από 200 οβίδες για να πειστούν οι Βούλγαροι να καταθέσουν τα όπλα. Στις επάλξεις του Λευκού Πύργου, μία Διμοιρία είχε στήσει ένα πολυβόλο και το θέαμα θα θύμιζε πολέμους του Μεσαίωνα, αν δεν υπήρχε το θορυβώδες κακάρισμα του πολυβόλου.

Οι μάχες ξεκίνησαν από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, πριν ακόμη σταλεί το τελεσίγραφο του Καλλάρη. Και το γεγονός δείχνει ότι οι Βούλγαροι είχαν ήδη αποφασίσει να πολεμήσουν. Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Στο Σταθμό υπήρχε μία φρουρά από Ευζώνους. Κατά τις 2.30 μμ πλησίασαν 10 Βούλγαροι. Τους διέταξε ο σκοπός μας να σταματήσουν, αλλά αυτοί συνέχιζαν. Μετά από αρκετά «Αλτ!» ο σκοπός κάλεσε τον Επιλοχία Αρχιφύλακα . Αυτός είπε στους Βουλγάρους να επιστρέψουν στις θέσεις τους, αλλά δύο από αυτούς, με θράσος, απάντησαν ότι «πηγαίνουν στη δουλειά τους» κι ότι δεν μπορούσε να τους εμποδίσει. Ο Επιλοχίας τους διέταξε ξανά να σταματήσουν και τότε ένας Βούλγαρος έβγαλε το περίστροφό του και τον πυροβόλησε δυο φορές. Μία σφαίρα χτύπησε τον Επιλοχία στον δεξιό αστράγαλο, τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Οι Εύζωνοι απάντησαν στα πυρά, σκοτώνοντας δύο Βουλγάρους. Οι άλλοι το έβαλαν στα πόδια, εκτός από έναν που προσπάθησε να κρυφτεί. Οι Εύζωνοι του φώναξαν να παραδοθεί, αλλά αυτός βγήκε από τη θέση του κρατώντας περίστροφο. Τον σκότωσαν κι αυτόν.

Η προσοχή του Στρατού και της Χωροφυλακής ήταν στο «Γκραντ Οτέλ», ένα από τα ωραιότερα ξενοδοχεία της οδού Βαρδαρίου, που οι Βούλγαροι το είχαν μετατρέψει σε αρχηγείο Κομιτατζήδων. Είχαν εκεί και το Ταχυδρομείο τους και με το πρόσχημα αυτό είχαν και στρατιωτική φρουρά στην είσοδο. Ο δε ξενοδόχος, δεχόταν μόνο Βούλγαρους πελάτες. Όταν έληξε η προθεσμία για την κατάθεση των όπλων, και το ξενοδοχείο κυκλώθηκε από τμήματά μας, αυτοί που ήταν μέσα άνοιξαν πυρ κατά των Ευζώνων και των Χωροφυλάκων. Πυροβόλησαν και κατά δύο φορτηγών που έφεραν ενισχύσεις και εφόδια, ενώ έριχναν και χειροβομβίδες από τα παράθυρα. Στο τέλος παραδόθηκαν, μετά από μάχη που κράτησε επί δίωρο , στη διάρκεια της οποίας ρίχτηκαν πάνω από 3.000 σφαίρες. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν όλοι σε παρακείμενο Αστυνομικό Σταθμό για εξακρίβωση στοιχείων. Στην έρευνα που ακολούθησε στο Ξενοδοχείο, και ιδίως στο τμήμα που λειτουργούσε σαν ταχυδρομείο, βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες όπλων, βομβών και δυναμίτιδας. Στην επίθεση κατά του «Γκραντ Οτέλ» τραυματίστηκε ελαφρά στο πρόσωπο τη στιγμή που ορμούσε για να εισέλθει, ο Υπομοίραρχος της Χατζηϊωάννου, Διοικητής της Κρητικής Μοιραρχίας του λιμανιού. Ενώ μεταξύ των νεκρών ήταν και ένας Υποφαρμακοποιός, που μάλλον σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα.

Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας κυριεύτηκε άθικτη, καθώς η επίθεση στους Βουλγάρους που είχαν οχυρωθεί εκεί έγινε με τη λόγχη. Μόνο μερικά κτίρια τριγύρω έπαθαν ζημιές. Η επίθεση με την λόγχη στοίχισε στα τμήματά μας 2 τραυματίες, έναν Στρατιώτη από τις Κυκλάδες και έναν Χωροφύλακα.

Μεγάλη μάχη δόθηκε στο Βουλγαρικό Οικοτροφείο, που ήταν σε μία πάροδο της Εγνατίας. Η πάροδος ήταν στενή και το ίδιο και τα γειτονικά δρομάκια, και αυτό διευκόλυνε τους αμυνόμενους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Κομιτατζήδες. Όπως μου έλεγε μετά ο Δεκανέας Στ. Σταματίου, που πριν την επιστράτευση ήταν δημοσιογράφος, οι δικοί μας μπορούσαν να πυροβολούν μόνο από μια γωνία της Εγνατίας. Αλλά η μάχη ήταν σκληρή και βάστηξε όλη τη νύχτα. Το πρωί, αφού παραδόθηκαν όσοι Βούλγαροι ήταν ακόμη ζωντανοί, μπήκαμε στο Οικοτροφείο και μας έπιασε φρίκη από τα αίματα και τα νεκρά κορμιά που ήταν σε όλα τα δωμάτια. Το θέαμα ήταν απεχθές. Εμείς είχαμε λίγες απώλειες, έναν Δεκανέα νεκρό και μερικούς τραυματίες. 

Μάχη έγινε και στο Βουλγαρικό Αρχιερατείο, στη συνοικία του Αγίου Δημητρίου. Ο Αρχιερατικός Επίτροπος πολέμησε κι αυτός, με το ντουφέκι στο χέρι, όπως λέγανε οι Στρατιώτες που τον συνέλαβαν. Εκεί κοντά ήταν και η Τουρκική Σχολή Τερεκή. Σ’ αυτήν και σε γειτονικά κτίρια, καθώς και σε παρακείμενα Ελληνικά και Εβραϊκά σπίτια, είχαν οχυρωθεί πολλοί Βούλγαροι Στρατιώτες και Κομιτατζήδες, που δεν παραδίνονταν. Αλλά λίγο πριν τα μεσάνυχτα, τα πυροβόλα μας άρχισαν να βάλλουν από τα υψώματα του Γεντί Κουλέ. Κάθε τέταρτο, ρίχνανε μια ομοβροντία. Οι Βούλγαροι επιχείρησαν έξοδο προς τη μεριά του Αγίου Δημητρίου, αλλά καθώς όλη η περιοχή ήταν κυκλωμένη, τους αποκρούσαμε εύκολα. Στις 2 η ώρα, μια οβίδα άναψε φωτιά στην Τουρκική Σχολή Νεϊζιέ, που ευτυχώς δεν επεκτάθηκε, αν και προκάλεσε πανικό στους κατοίκους που είχαν μείνει στα σπίτια τους. Μέσα στο σκοτάδι, βλέπαμε τα παραθύρια να φωτίζονται και τους κατοίκους να μαζεύουν τα πράγματά τους. Από τον τρίτο όροφο του Διοικητηρίου, οι Κρητικοί Χωροφύλακες πυροβολούσαν τους Βούλγαρους που είχαν ανέβει σε έναν Μιναρέ. Τελικά, σαν ξημέρωσε, οι Βούλγαροι κατάλαβαν ότι κάθε αντίσταση ήταν μάταιη και παραδόθηκαν. Λίγο πριν γίνει αυτό, σκοτώθηκε ένας ακόμη Στρατιώτης μας. Ο ατυχής, είχε οχυρωθεί σε έναν κήπο και έριχνε από κει. Καθώς τα πυρά αραίωσαν και επέκειτο η παράδοση, ανέβηκε σε μια βερυκοκιά, να γλυκάνει το στόμα του που είχε στεγνώσει από τη μπαρούτη. Ένας άτιμος Βούλγαρος τον πυροβόλησε και η σφαίρα τον πέτυχε στο κούτελο. Εκεί στου Τερεκή, πιάσαμε 510 αιχμαλώτους και βρήκαμε άφθονα εφόδια, άλογα κλπ. Δεν είχαν πολλές απώλειες εκεί οι Βούλγαροι, γιατί είχαν τρυπήσει τους τοίχους των κτιρίων ώστε να περνάνε από το ένα στο άλλο, ανάλογα προς τα πού ρίχναμε εμείς, και τα κτίρια είχαν μεγάλα και ευρύχωρα υπόγεια, που τα είχαν σαν καταφύγια στον βομβαρδισμό.

Μεγάλη μάχη έγινε και στην Βουλγαρική Τράπεζα, όπου είχαν οχυρωθεί 18 Βούλγαροι Στρατιώτες και άλλοι τόσοι υπάλληλοι, που όπως αποκαλύφθηκε μετά, ήταν και αυτοί στρατιωτικοί. Αφού έχασαν 3 νεκρούς και 2 τραυματίες, από τους οποίους ο ένας πέθανε μετά από λίγο, οι υπόλοιποι παραδόθηκαν στους δικούς μας που είχαν οχυρωθεί σε ένα χάνι που ήταν απέναντι. Οι Αξιωματικοί που τους συνέλαβαν, ανέλαβαν και την προστασία τους από τους εξοργισμένους κατοίκους, που ήθελαν να τους λυντσάρουν.

Το Βουλγαρικό Προξενείο καταλήφθηκε χωρίς μάχη από τον Ανθυπασπιστή της Χωροφυλακής Τσάκωνα, που έδωσε στη φρουρά πεντάλεπτη προθεσμία να παραδοθεί, απειλώντας να ανατινάξει το κτίριο με τους δυναμίτες που κρατούσε. Οι Βούλγαροι παραδόθηκαν πανικόβλητοι, χωρίς να προσέξουν ότι στα χέρια του δεν είχε δυναμίτες αλλά δύο … μπουκάλια μεταλλικό νερό «Vichy», που τα νόμισαν για βόμβες !!! Οι Βούλγαροι, φοβούμενοι για τη ζωή τους, ζήτησαν να βγουν με τα όπλα τους. Ο Τσάκωνας δέχτηκε, με τον όρο να έχουν τις κάννες προς τα κάτω, όπως και έκαναν. Και από το φόβο τους, τα παρέδωσαν όλοι στον Τσάκωνα και σήκωναν ψηλά τα χέρια, φωνάζοντας «Κριστιάν, Κριστιάν» για να τους λυπηθεί!

Ενώ συνεχίζονταν ακόμη οι μάχες, έφτασε επί τόπου και ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας κ. Στέφανος Δραγούμης. 
«Με υποδέχεσθε, βλέπω, με όλας τας τιμάς» είπε στον κ. Ρακτιβάν, πολιτικό Διοικητή Θεσσαλονίκης, υπονοώντας τους συνεχείς κανονιοβολισμούς.
«Κύριε Γενικέ Διοικητά, σας παραδίδω την πόλιν καθαράν» του απάντησε ο Ρακτιβάν, με τη φράση που συνηθιζόταν τότε στην αλλαγή φρουράς.

Το θέαμα της νυκτερινής μεταφοράς των Βουλγάρων τραυματισμένων και φονευμένων ήταν θλιβερό. Κάρα εδώ, φορεία εκεί, αυτοκίνητα που τρέχανε προς τα Νοσοκομεία … Αλλά ποιος τους έφταιγε; Ας είχαν παραδοθεί. Θα τους συνοδεύαμε ως τις προφυλακές τους και θα ήταν όλοι γεροί. Το κρίμα στο κεφάλι τους …

Τελικά, 1.208 Βούλγαροι που πίστεψαν τις διαβεβαιώσεις του Στρατηγού τους ότι η Θεσσαλονίκη θα ήταν την άλλη μέρα Βουλγαρική, συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν με το υπερωκεάνιο «Θεμιστοκλής» στην Ιθάκη, ως αιχμάλωτοι πολέμου, «λόγω της αντιστάσεως ην αντέταξον εις την πρότασιν όπως παραδοθούν», όπως αναφέρει το σχετικό ανακοινωθέν. Ανάμεσά τους ήταν ο Ταγματάρχης Λαζάρωφ και άλλοι 6 Αξιωματικοί, καθώς και ο Βούλγαρος Λιμενάρχης.

Όταν έφτασαν στην Αθήνα μέσα στη νύχτα, το πρώτο τηλεγράφημα για τη ραγδαία πρόοδο της εκκαθάρισης, «τα τυπογραφεία πήραν φωτιά» και οι εφημερίδες άρχισαν να βγάζουν το ένα «έκτακτο παράρτημα» μετά το άλλο. Σχηματίστηκαν ενθουσιώδεις μικροδιαδηλώσεις και η πρωτεύουσα πήρε όψη πανηγυρική, καθώς όλοι νοιώθανε ότι ζούσαν μεγάλες στιγμές. Αλλά πιο εκπληκτική ήταν η ατμόσφαιρα στη Θεσσαλονίκη. Αν εξαιρέσει κανείς τις ομοβροντίες των πυροβόλων και τις τουφεκιές, στα μέρη της πόλης που δεν υπήρχαν Βουλγαρικά τμήματα, η ζωή κυλούσε κανονικά και ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους, σαν να ήταν μία κανονική μέρα. Καμία πυρκαϊά, κανένας πανικός, κανένας τραυματισμός, έστω και τυχαίος. Παντού απόλυτη τάξη, ούτε καν μικροκλοπές και λωποδυσίες δεν σημειώθηκαν. Άδικα ανησυχούσε ο Γάλλος Πρόξενος …

Η Θεσσαλονίκη, με τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα βουλεβάρτα και τα ιππήλατα τραμ της προκυμαίας, αλλά και τα στενά σοκάκια, τα δύσοσμα ανατολίτικα παζάρια στο κέντρο της, ήτανε πια οριστικά Ελληνική. Οι κάτοικοι βγήκαν όλοι στους δρόμους και πανηγύριζαν.
«Επί τέλους! Έλειψαν αυτά τα τέρατα!»
«Θα ησυχάσουμε αδερφέ …»
«Δεν μπορούσα να τους βλέπω άλλο, τους άτιμους!»
Και σιγά σιγά, όλοι οι κάτοικοι μαζεύονταν προς την Αγιά Σοφιά.

Σύμφωνα με το τηλεγράφημα που έστειλε ο Δούσμανης προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, οι Ελληνικές απώλειες ήταν 16 νεκροί και 11 τραυματίες .

Η Βουλγαρική Κυβέρνηση έσπευσε να διαμαρτυρηθεί και να επιρρίψει την ευθύνη στην Ελληνική Κυβέρνηση, την οποία κάλεσε να απολύσει αμέσως τους αιχμαλωτισθέντες, άλλως θα θεωρούσε το γεγονός ως αιτία πολέμου. Ο Βενιζέλος απάντησε ότι ο πόλεμος θεωρείται ήδη κηρυγμένος και συνεπώς οι συλληφθέντες είναι αιχμάλωτοι πολέμου.

Ήθελα να σας πω πολλά και για τους Κρήτες Χωροφύλακες, που πολέμησαν στο πλευρό μας στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Αλλά λεβέντες σαν αυτούς, δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Άξιοι στην ειρήνη, άξιοι και στον πόλεμο. Θα αρκεστώ σ’ αυτό που έγραψε τότε η εφημερίδα «ΧΡΟΝΟΣ» της Μόσχας:
«Δυστυχώς δεν έχουσιν όλα τα Κράτη, τους γενναίους και πειθαρχικούς άνδρας της Κρήτης, δια να καταρτίσωσι Χωροφυλακήν.» 

Θα σας πω και λίγα λόγια και για έναν ξεχωριστό Χωροφύλακα, που έτυχε να γνωρίσω τότε στη Θεσσαλονίκη, τον καπετάν Μάρκο Αβάτζο   Θα σας πω γι’ αυτόν μια ιστορία, άσχετη με τη Θεσσαλονίκη, αλλά ωραία, ενδεικτική του χαρακτήρα του. Μπήκε λέγεται ένα απόγευμα, στα 1930, σ’ ένα καφενείο και είδε τους θαμώνες να πίνουνε τον καφέ ή τη ρακή τους και «να έχουν το πόδι τους απάνω σ’ άλλο». Ανάμεσα στους θαμώνες ήταν και ένας που τον λέγανε  «Σπανό», Γιώργης Γαγάνης τ’ αληθινό του όνομα. Δεν του άρεσε το θέαμα του καπετάν Μάρκου και έδωσε διαταγή: 
«Όλοι κάτω το πόδι σας, μόνο εσύ (κι έδειξε το Σπανό) να μην το κατεβάσεις».
Το Σπανό τον ξεχώριζε ο Μάρκος, γιατί την εποχή των Βαλκανικών αγώνων, είχε πουλήσει ένα χωράφι για να αγοράσει τουφέκι και πήγε εθελοντής με καμιά 25ριά Ατσιπουλιανούς στην Ήπειρο, υπό τον Αριστοτέλη Κόρακα. Κατά τη γνώμη του Μάρκου, μόνο ο Σπανός είχε το δικαίωμα «να έχει το πόδι του απάνω σ’ άλλο», να πίνει τον καφέ του και να καμαρώνει που η πατρίδα του ήταν πια μεγάλη και ελεύθερη.













"Η Θεσσαλονίκη, με τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα βουλεβάρτα και τα ιππήλατα τραμ της προκυμαίας, αλλά και τα στενά σοκάκια, τα δύσοσμα ανατολίτικα παζάρια στο κέντρο της, ήτανε πια οριστικά Ελληνική. Οι κάτοικοι βγήκαν όλοι στους δρόμους και πανηγύριζαν.

«Επί τέλους! Έλειψαν αυτά τα τέρατα!»
«Θα ησυχάσουμε αδερφέ …»
«Δεν μπορούσα να τους βλέπω άλλο, τους άτιμους!»
Και σιγά σιγά, όλοι οι κάτοικοι μαζεύονταν προς την Αγιά Σοφιά." ...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου