Ψηλά, στον λόφο που ατενίζει το Αργοστόλι, σε ένα σπίτι που τα
πρωινά δεν το πιάνει η ομίχλη, κατοικεί ο Παναγής Φωκάς με τις
αναμνήσεις του. Βραχύσωμος μα χειμαρρώδης, μιλά για τις «εμπρηστικές
μπόμπες», τους νεκρούς και την πείνα της Κατοχής και δύσκολα φρενάρεις
τις διηγήσεις του. Μιμείται τον κρότο των γερμανικών μυδραλιοβόλων και
το βουητό των Στούκας. Γλυκαίνει μονάχα στο όνομα της αδελφής του Ελλης
Φωκά, η οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε έναν από τους ιταλούς
στρατιώτες που είχαν αποβιβαστεί στο νησί. Στα συντρίμμια του πολέμου
στέριωσε η ιστορία της. Μια ιστορία αγάπης.
Ο Βάλτερ Γκόρνο ήταν επιλοχίας και ασυρματιστής της ιταλικής
Μεραρχίας Acqui, η οποία είχε στρατοπεδεύσει στην Κεφαλονιά με 12.000
άνδρες. Στο ύψωμα πάνω από το σπίτι της οικογένειας Φωκά οι Ιταλοί είχαν
τοποθετήσει τα αντιαεροπορικά τους πυροβόλα και σήμερα μπορείς να βρεις
εκεί τις πολεμίστρες τους. Ενα άλλο κτίσμα της οικογένειας το είχαν
επιτάξει. «Ο Βάλτερ έπαιζε ωραίο ακορντεόν και ήταν σπουδαίος
κολυμβητής. Η αδελφή μου ήταν 18 ετών κορίτσι. Ηθελε να δουλέψει σε
τράπεζα. Ηταν ερωτευμένη με ντόπιο πρώτα, αλλά τη χαστούκισε μια ημέρα
και δεν τον ήθελε άλλο», λέει ο Παναγής Φωκάς. «Ο Ιταλός τής έπαιζε
μουσική και έκαναν σινιάλα με καθρέφτες για να συναντηθούν. Εμείς
ήμασταν πιτσιρικάδες, δεν μας ένοιαζε. Ο μεγαλύτερος αδελφός μόνο δεν
τον ήθελε. Και τη μητέρα δεν την ένοιαζε. Αγάπη, έλεγε, είναι».
Από τα τέλη Ιουλίου του 1943 η Ιταλία βίωνε μια διπλή ταυτότητα. Η
χώρα είχε εξαντληθεί από τον πόλεμο και οι πολίτες της είχαν συμπληρώσει
ήδη έναν χρόνο λαμβάνοντας τρόφιμα με δελτίο. Η μουσολινική
συνθηματολογία κατέρρευσε αποδεικνύοντας ότι δεν είχε διαβρώσει την
ιταλική κοινωνία. Το Ανώτατο Φασιστικό Συμβούλιο εκδίωξε τον Μουσολίνι
και η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον στρατηγό Μπαντόλιο. Ακολούθησε η
συνθηκολόγηση με τους Συμμάχους. Οι Γερμανοί, βλέποντας πως οι άλλοτε
συνοδοιπόροι τους θα εγκατέλειπαν τον πόλεμο, είχαν στείλει στην Ελλάδα
και αλλού δυνάμεις εποπτείας των ιταλικών στρατευμάτων. Στην Κεφαλονιά η
Μεραρχία Acqui δεν ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα των Ναζί για
παράδοση των όπλων της. Αξιωματικοί τάχθηκαν υπέρ της σύγκρουσης. Στις
μάχες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν 1.305 Ιταλοί. Αλλοι 5.155 εκτελέσθηκαν
από τις γερμανικές δυνάμεις οι οποίες δεν κράτησαν αιχμαλώτους. Και
3.000 χάθηκαν στη θάλασσα.
Οι ντόπιοι, βλέποντας τη σφαγή, προσπάθησαν να βοηθήσουν τους
Ιταλούς. «Πολύς κόσμος τους έκρυβε στα σπίτια και στα υπόγεια όπου
φυλούσε το στάρι και το κρασί. Αλλοι τους έδιναν ρούχα χωρικών. Παρά τις
χιλιετίες που πέρασαν οι Κεφαλονίτες δεν άλλαξαν. Παρέμειναν οι
'"μεγάθυμοι Κεφαλλήνες" όπως τους αποκάλεσε ο Ομηρος», λέει η Αντρεάς
Μεσσάρη, η οποία ήταν 11 ετών το 1943. Ο Παναγής Φωκάς θυμάται πώς η
οικογένειά του φυγάδευσε τον έρωτα της αδελφής του Βάλτερ Γκόρνο. «Τον
ντύσαμε με ρούχα ελληνικά, του δώσαμε το όνομα Νίκος. Ηταν όμως πολύ
φοβιτσιάρης. Για να μην τον πιάσουν πηγαίναμε σε σπηλιές στην παραλία,
κάναμε λάκκο στην άμμο, τον βάζαμε μέσα και κοιμόμασταν μπροστά. Τον
στείλαμε στο βουνό με τους αντάρτες και έτσι γλίτωσε το θάνατο», λέει.
Μετά τον πόλεμο ο Γκόρνο και η Ελλη Φωκά παντρεύτηκαν. Απέκτησαν μια
κόρη, τη Γιολάντα, και έφυγαν στην Ιταλία. Εκεί μένει μέχρι σήμερα η
Ελλη Φωκά. Το νησί έζησε και άλλους έρωτες σαν κι αυτόν. Η Καλομοίρα
Μαλλία παντρεύτηκε τον μάγειρα της μεραρχίας Αντρέα Μονέτι. Η μαλτέζικη
καταγωγή της έκαμψε τις όποιες ενστάσεις μπορεί να είχαν οι δικοί της.
Και αυτό το ζευγάρι έζησε στην Ιταλία. Πιστοποιητικά γάμου Ελληνίδων και
ιταλών στρατιωτών φυλάσσονται ακόμη στην καθολική εκκλησία του νησιού.
Το καλοκαίρι οι ηλικιωμένες πια γυναίκες των μεικτών γάμων επισκέπτονται
τα πάτρια εδάφη και αναχωρούν για τη γειτονική χώρα μόλις πιάσουν τα
πρωτοβρόχια.
Η Αντρεάς Μεσσάρη θυμάται μετά τον πόλεμο να φτάνει στην Κεφαλονιά μια καλοντυμένη κυρία
από τη Φλωρεντία. Με τη βοήθεια δικηγόρου αναζητούσε μια κοπέλα. Ο γιος
της, στρατιώτης της Acqui, είχε εκμυστηρευτεί σε γράμματά του ότι
αγαπούσε μια Ελληνίδα. Σκοτώθηκε όμως στη μάχη πριν προλάβει να την
παντρευτεί. Η μητέρα του ήθελε να βρει την κοπέλα, να την υιοθετήσει ή
να της γράψει την περιουσία της. Εμαθε όμως ότι ήταν παντρεμένη και δεν
θέλησε να την ενοχλήσει.
Ο κεφαλονίτης γλύπτης Σπύρος Χουρμούζης θυμάται μια αντίστοιχη
ιστορία. Ο Κάρλος Μικελέτι, οδηγός της ναυτικής διοίκησης, έπεσε στον
λάκκο πριν τον βρει κάποια σφαίρα των γερμανών εκτελεστών. Παριστάνοντας
τον νεκρό γλίτωσε. Επειτα τον βοήθησε η οικογένεια του Σπύρου Καούκη.
«Ο Ιταλός ορκίστηκε ότι θα επιστρέψει στο νησί για να παντρευτεί
Κεφαλονίτισα. Η αδελφή του Καούκη όμως είχε βρει σύζυγο. Ετσι ο Μικελέτι
έπεισε ύστερα από χρόνια τον γιο του, τον οποίο ονόμασε Ολίσε
(Οδυσσέα), να παντρευτεί Ελληνίδα. Οπως και έκανε».
Αυτοί οι μεικτοί γάμοι δεν γίνονταν πάντα αποδεκτοί χωρίς
αντίδραση. «Δεν έβλεπαν όλοι τις γυναίκες με καλό μάτι. Κάποιοι
θεωρούσαν ότι πρόδιδαν την πατρίδα», παρατηρεί η κυρία
Μεσσάρη. «Και στην Ιταλία κάποιες κοπέλες πέρασαν άσχημα. Μας αρέσει
όταν γυρίζουν οι ναυτικοί μας με ξένες γυναίκες από κάποιο λιμάνι; Ηρθαν
οι άνθρωποι ως κατακτητές και γύρισαν από τον πόλεμο παντρεμένοι. Δεν
άρεσε σε όλους αυτό».
Η Αουρα Ματιάτου όμως δεν ένιωσε ποτέ ανεπιθύμητη στο νησί. Είναι
ένα από τα παιδιά του πολέμου. Η μητέρα της Μαρία Καπάτου παντρεύτηκε
τον γιατρό της Μεραρχίας Acqui Τζουζέπε Μουσέτολα. «Η μητέρα μου ήταν 18
ετών όταν ανέβασε υψηλό πυρετό. Δεν βρίσκονταν τοπικοί γιατροί και
φώναξαν τον Ιταλό. Εκείνος ήταν 29 ετών. Αγαπήθηκαν και μετά τον πόλεμο
παντρεύτηκαν». Η κυρία Ματιάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιταλία.
Πρώτη φορά βρέθηκε στο νησί της μητέρας της σε ηλικία τεσσάρων ετών.
Εκεί γνώρισε αργότερα τον κεφαλονίτη σύζυγό της, με τον οποίο απέκτησαν
δύο γιους. «Αφού παντρεύτηκα και εγκαταστάθηκα στην Ελλάδα, ο πατέρας
μου έλεγε: "Μία πήρα, μία έδωσα"», λέει.
Δείτε το βίντεο στο www.tanea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου