Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Κόσμος - «Ζώντας τη ζωή κάποιου άλλου»

Photo: Yörik/Flickr


Η τυχαία ανακάλυψη που έκανε ένα «χαμένο παιδί» της ανατολικής Γερμανίας, οδήγησε στην αποκάλυψη ενός συστήματος που είχαν επινοήσει και λειτουργούσαν οι πρώην ανατολικές χώρες, οι οποίες υπέκλεπταν τις ταυτότητες ορφανών ή εγκαταλελειμένων παιδιών και τις έδιναν στους πράκτορές τους. Διαβάστε την ιστορία, όπως την κατέγραψε ένα γερμανικό ντοκιμαντέρ (Guardian).
Ο Πολωνός Γιέρτσι Κατζμάρεκ προσελήφθη από τις μυστικές υπηρεσίες της Βαρσοβίας κι έγινε πράκτορας, καταφέρνοντας να διεισδύσει στις γερμανικές κρατικές υπηρεσίες χάρη στην ταυτότητα του Γιάνουζ ‘Αρνολντ, την οποία υπέκλεψαν και του παρέδωσαν οι εργοδότες του. Ο Γ. Άρνολντ είχε γεννηθεί στη (γερμανική) Πομερανία, από Γερμανίδα μητέρα. Όταν τμήμα της περιοχής πέρασε στην κυριαρχία της Πολωνίας, η Γερμανίδα εγκατέλειψε το παιδί σ΄ ένα ορφανοτροφείο (το οποίο, μετά ταύτα, έλαβε πολωνική ιθαγένεια) και δραπέτευσε στη Δυτική Γερμανία.
Οι πολωνικές μυστικές υπηρεσίες έδωσαν, λοιπόν, στον πράκτορά τους το όνομα του εγκαταλελειμένου παιδιού και, για να τελειοποιήσουν την ψεύτικη ταυτότητά του, τον έβαλαν να αποταθεί στον Ερυθρό Σταυρό αναζητώντας τη «χαμένη μάνα» του. Πράγματι, η μάνα του (αυθεντικού) Άρνολντ ανευρέθη και πέθανε από καρδιακό επεισόδιο λίγες ώρες μετά, που έσφιξε τον υποτιθέμενο γιο της στην αγκαλιά της… Ο Κατζμάρεκ υποστηρίχθηκε τότε πολύ από τη νέα του «οικογένεια», έστησε μια λαμπρή καριέρα τεχνοκράτη στο γραφείο μετανάστευσης της Βρέμης, ενώ ανεδείχθη σε στέλεχος του SPD… Όπως αποκαλύπτει ο Σλ. Τσένκιεβιτς, ένας ιστορικός που έχει ιδιαιτέρως ασχοληθεί με τη μυστική υπηρεσία της Πολωνίας, η δουλειά του Κατζμάρεκ ήταν «χρυσάφι» για τα αφεντικά του, αφενός γιατί διευκόλυνε τη διείσδυση των μυστικών πρακτόρων στη Δύση και, αφετέρου, διότι γνώριζε εκ των ένδον, τα σχέδια που εκπονούσαν οι  γερμανικές αρχές για να διευκολύνουν όσους ήθελαν να αυτομολήσουν στη Δύση.
Η θαυμάσια αυτή καριέρα έλαβε τέλος στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, όταν ο πραγματικός Γιάνουζ Άρνολντ αποτάθηκε κι αυτός στον γερμανικό Ερυθρό Σταυρό αναζητώντας τη μάνα του… Η απάντηση που έλαβε – πως αντίστοιχο αίτημα έχει ικανοποιηθεί από δεκαετίας, όταν ολοκληρώθηκε η επανένωση μιας χωρισμένης οικογένειας – δεν έκλεισε το θέμα, καθώς ενεργοποιήθηκαν οι  υποψίες των γερμανικών αρχών.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι, ύστερα από διεξοδικές έρευνες, ανεκαλύφθη ότι στο σπίτι του ο Κατζμάρεκ είχε έναν πομπό βραχέων κυμάτων για την αποστολή των κωδικοποιημένων μηνυμάτων, ένα φωτογραφικό εργαστήριο, έναν χαρτοφύλακα με κρυφές θήκες και έναν καρυοθραύστη, στο εσωτερικό του οποίου είχε τοποθετήσει τους κρυφούς κωδικούς. Συνελήφθη λοιπόν και το 1986 αντηλλάγη - στη γέφυρα του Γκλίνικ - με άλλους δυτικούς κατασκόπους.  
Η ιστορία, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Ο πραγματικός Γ. Άρνολντ πεθαίνει ξαφνικά στα 38 του χρόνια, τρεις μέρες μετά την ανακάλυψή του για την κλεμμένη του ταυτότητα. Επισήμως, ο θάνατός του απεδόθη σε καρδιακό επεισόδιο, όμως δεν έγινε αυτοψία και οι υποψίες ως σήμερα πλανώνται… Η γυναίκα του παρατήρησε σχετικά πως «...είναι αλήθεια ότι έπεσε μεγάλο βάρος στο Γιάνουζ. Η ανακάλυψη ότι του είχαν κλέψει την ταυτότητα της ύπαρξής του, ο θάνατος της μάνας του, η συνειδητοποίηση ότι είχε βρεθεί στα δίχτυα μυστικών υπηρεσιών» ίσως, τελικά, να προκάλεσαν τον θάνατό του, όμως ο ιστορικός Σλ. Τσένκιεβιτς υποστηρίζει ότι ο Άρνολντ δολοφονήθηκε γιατί «ήξερε πάρα πολλά. Η επιχείρηση υποκλοπής ταυτοτήτων –ακόμη και σήμερα– είναι μια σκοτεινή υπόθεση και οι μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν πως, από τη στιγμή που ο Άρνολντ πάτησε στη διακεκαυμένη ζώνη, έπρεπε είτε να ενσωματωθεί είτε να εκτελεστεί».
Το γερμανικό ντοκιμαντέρ  («Ο γιος που ποτέ δεν ήταν») γυρίστηκε από την ανιψιά του Άρνολντ και περιέχει τη μαρτυρία του Γ. Κατζμάρεκ ο οποίος εργάζεται σήμερα στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Πότζναν και ο οποίος αρνήθηκε -φυσικά- οποιαδήποτε εμπλοκή του στον θάνατο της μάνας και του γιου Άρνολντ. Περιγράφοντας την εμπειρία του, σημειώνει πως ένιωθε «...σαν τον Τζέιμς Μποντ, σαν να ήμουν πρωταγωνιστής σε κατασκοπευτική ταινία. Μου είχαν πει ότι ο πραγματικός Άρνολντ ήταν βαριά άρρωστος, ότι δεν θα ταξίδευε ποτέ του και, άρα, δεν θα αποκαλυπτόταν η πλαστοπροσωπία μου».
Ερευνητές του Ινστιτούτου Εθνικής Μνήμης της Βαρσοβίας υποστήριξαν σχετικά, ότι η πρακτική της υποκλοπής ταυτοτήτων αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά από τη χαλάρωση των σχέσεων Πολωνίας-Γερμανίας το 1970. «Κατά τη στρατηγική που αναπτύχθηκε αναζητούνταν άνθρωποι που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως "δωρητές", η ταυτότητα των οποίων θα μπορούσε να αντιγραφεί είτε να παραχωρηθεί. Χρησιμοποιήθηκαν ιδιαιτέρως τα ονόματα ορφανών ή παιδιών που σκοτώθηκαν στον πόλεμο», ανέφεραν. Η παραγωγός της ταινίας, Ροζαλία Ρομανίετς, πάντως, αναρωτήθηκε, τελικά: «Πόσοι άνθρωποι μπορεί να ζουν και σήμερα ανάμεσά μας, ζώντας τη ζωή κάποιου άλλου;».

Πηγή protagon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου